διατομικός

διατομικός
-ή, -ό
χημ.
1. χημικό στοιχείο τού οποίου το μόριο αποτελείται από δύο άτομα
2. ονομασία δισθενών στοιχείων ή ριζών που μπορούν να ενωθούν με δύο άτομα μονοσθενούς στοιχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < δι (ς) + ατομικός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • διατομικός — ή, ό (χημ.), αυτός που έχει σθένος 2, δισθενής …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”